- πελαργῖτις
- πελαργ-ῖτις, ιδος, ἡ,A = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Asclep. ap. Gal.13.242, Ps.-Dsc.2.178.2 a kind of γεράνιον, Id.3.116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελαργῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. το φυτό αναγαλλίς η κυανή 2. είδος γερανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ῖτις (πρβλ. συκ ίτις), γιατί οι καρποί τών φυτών μοιάζουν με ράμφος] … Dictionary of Greek
πελαργῖτιν — πελαργῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)